- νεοαττικισμός
- ο1. (καλ. τεχν.) καλλιτεχνική τάση που χαρακτηρίζεται από την επιστροφή στην αρχαϊκή ρώμη και στην κλασική σαφήνεια, συνδυαζόμενη με μία εκλεπτυσμένη κομψότητα2. λογοτ. λογοτεχνικό ρεύμα τής ελληνιστικής εποχής που υποστήριζε τα πρότυπα ύφους τών μεγάλων συγγραφέων τής κλασικής εποχής.
Dictionary of Greek. 2013.